χειρομάλαξη

χειρομάλαξη
η, Ν
μάλαξη που γίνεται, για θεραπευτικό σκοπό, από ειδικευμένο άτομο με τα χέρια σε διάφορα σημεία τού σώματος πάσχοντος, κν. μασάζ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + μάλαξη (< μαλάσσω). Η λ., στον λόγιο τ. χειρομάλαξις, μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”